- κατάκλιτος
- -η, -ο (Α κατάκλιτος, -ον) [κατακλίνω]νεοελλ.1. ο πλαγιαστός2. φρ. «κατάκλιτο πλοίο» — το πλοίο που γέρνει επικίνδυνα προς τη μία του πλευρά λόγω βλάβης ή τρικυμίαςαρχ.1. (για θερινά ενδύματα) αυτός που πέφτει στο σώμα ανάλαφρα, ο ευρύχωρος («καὶ θέριστρα κατάκλιτα», ΠΔ)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάκλιτονη πολυθρόνα3. (το θηλ. στον Ησύχ.) «κατάκλιτοςτελευταία».
Dictionary of Greek. 2013.